παπαγαλίζω

παπαγαλίζω
παπαγάλισα
1. μιλώ σαν παπαγάλος, επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια των άλλων.
2. απομνημονεύω μηχανικά χωρίς να κατανοώ: Τα παιδιά που παπαγαλίζουν κουράζονται και δε μαθαίνουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παπαγαλίζω — παπαγαλίζω, παπαγάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παπαγαλίζω — [παπαγάλος] 1. μιλώ σαν παπαγάλος 2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • παπαγάλισμα — το [παπαγαλίζω] παπαγαλισμός …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλίστικος — η, ο [παπαγαλίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παπαγάλο ή στον παπαγαλισμό. επίρρ... παπαγαλίστικα παπαγαλιστί, σαν παπαγάλος …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλισμός — ο [παπαγαλίζω] 1. μηχανική επανάληψη τών λόγων κάποιου 2. η εκφώνηση κειμένου αυτολεξεί και χωρίς κατανόηση ύστερα από αποστήθιση …   Dictionary of Greek

  • παπαγαλιστί — επίρρ. με παπαγαλίστικο τρόπο, σαν παπαγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπαγαλίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αττικισ τί). Το επίρρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ψιττακίζω — ΝΜ μιλώ όπως ο ψιττακός, παπαγαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττακός + κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο] …   Dictionary of Greek

  • ψιττακίζω — μιλώ σαν ψιττακός, παπαγαλίζω, μιμούμαι, επαναλαμβάνω μηχανικά όσα λέγονται από άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”